- κιτρίνιασμα
- το [κιτρινιάζω]απόκτηση κίτρινου χρώματος, χλόμιασμα, κιτρίνισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κιτρίνιασμα — κιτρίνιασμα, το και κιτρίνισμα, το, ατος απόχτηση κίτρινου χρώματος, κιτρινάδα: Το κιτρίνιασμα των ρούχων από φρούτα δε βγαίνει εύκολα στην πλύση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κιτρίνισμα — κιτρίνισμα, το βλ. κιτρίνιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)